- λιθίδιον
- λιθίδιον, τό, Steinchen. Auch Edelstein. Vom Blasenstein
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
λιθίδιον — λιθίδιον, τὸ (ΑM) [λίθος] μσν. λίθος στην ουροδόχο κύστη αρχ. 1. λιθάρι, πετραδάκι 2. πολύτιμος λίθος («τὰ ἐνδάδε λιθίδια εἶναι ταῡτα τὰ ἀγαπώμενα μόρια, σάρδιά τε καὶ ἰάσπιδας καὶ σμαράγδους», Πλάτ.) 3. άμμος στα ούρα … Dictionary of Greek
λιθίδιον — pebble neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιθιδίοις — λιθίδιον pebble neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιθιδίου — λιθίδιον pebble neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιθιδίων — λιθίδιον pebble neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιθιδίῳ — λιθίδιον pebble neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιθίδια — λιθίδιον pebble neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λίθος — ο (AM λίθος, ὁ Α και λίθος, ἡ) 1. τεμάχιο πετρώματος ή βράχου, πέτρα, λιθάρι (α. «τρηχὺς λίθος», Ομ. Ιλ. β. «στερεὴ λίθος», Ομ. Οδ. γ. «σοὶ δ αἰεὶ κραδίη στερεωτέρη ἐστὶ λίθοιο», Ομ. Οδ.) 2. ιατρ. σύγκριμα που σχηματίζεται στα διάφορα όργανα και … Dictionary of Greek